- παρότρυνση
- η / παρότρυνσις, -ύνσεως, ΝΜ [παροτρύνω]το να παροτρύνει κάποιος κάποιον άλλο, προτροπή, παρακίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρότρυνση — η 1. η ενέργεια του παροτρύνω, παρακίνηση, προτροπή. 2. ενθάρρυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή … Dictionary of Greek
παροτρυντικός — ή, ό / παροτρυντικός, ή, όν, ΝΑ [παροτρύνω] κατάλληλος για παρότρυνση ή αυτός που συντελεί σε παρότρυνση, ο προτρεπτικός … Dictionary of Greek
Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek
ανάγκασμα — το (Α ἀνάγκασμα) [ἀναγκάζω] 1. βία, εξαναγκασμός 2. παρότρυνση, προτροπή 3. υποχρεωτική και χωρίς αμοιβή προσωπική εργασία, αγγαρεία … Dictionary of Greek
αυτουργία — η (AM αὐτουργία) [αυτουργός] νεοελλ. 1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος 2. φρ. «ηθική αυτουργία» η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος… … Dictionary of Greek
εμβόημα — ἐμβόημα, το (Μ) δυνατή κραυγή που απευθύνεται σε κάποιον για παρακίνηση, παρότρυνση … Dictionary of Greek
εξόρμηση — η (AM ἐξόρμησις) ορμητική επίθεση, ἔφοδος νεοελλ. 1. ορμητική επίθεση από οχυρωμένη τοποθεσία εναντίον τού εχθρού 2. ανάληψη πρωτοβουλίας με σύντονες ενέργειες για την επίτευξη κάποιου σκοπού («εξόρμηση για τη συγκέντρωση χρημάτων για τους… … Dictionary of Greek